Από το Αναγνωστικό της Έκτης Δημοτικού, 1952:
Η απόδειξη.
*Ο Κανάρης
γύριζε το 1825 άπρακτος από την Αλεξάνδρεια, όπου
είχε πάει να κάψη τον Τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Και σα να μην έφτανε η πίκρα του για την αποτυχία, άκουγε
και τα μουρμουρητά των ναυτών του, που μέρες είχαν να φαν και να πιουν νερό.
Το καράβι τους είχε σώσει από μέρες τις
προμήθειές του. Πλέοντας λοιπόν στ’ ανοιχτά,
κάποιος ναύτης τον πλησιάζει και του λέει:
―Καπετάν Κωνσταντή, ένα καράβι από μακριά.
―Καλά, του αποκρίνεται
ήσυχα ο Κανάρης.
Σε μισή ώρα τα
δυό πλοία βρέθηκαν κοντά και οι ναύτες του Κανάρη παρατήρησαν, ότι ήταν ένα μεγάλο αυστριακό ιστιοφόρο.
―Εμπρός, παιδιά,
πιάστε τους γάντζους, προστάζει ο πυρπολητής.
Μερικοί από τους
ναύτες πήραν τα τουφέκια τους, άλλοι κατέβασαν
μια βάρκα και με τους γάντζους κόλλησαν στο ξένο πλοίο. Τοτε ο Κανάρης με τον αχώριστό του σύντροφο Μικέ και μερικούς άλλους ναύτες σκαρφαλώνει σ’ αυτό με την πιστόλα στο χέρι και παρουσιάζεται
στον πλοίαρχο.
―Τι θέλετε; ρωτά με τρόμο ο Αυστριακός, γιατί νόμισε, πως ήταν
πειρατές.
―Θελομε να μας δώσης ψωμί, τυρί, νερό και από ο,τι άλλο
έχεις, γιατί πεθαίνομε από την πείνα.
Ο πλοίαρχος
κατάλαβε τότε με ποιούς είχε να κάνη και προστάζει τους ναύτες του να τους φέρουν
ψωμιά, τυρί, ένα βαρέλι σαρδέλες και αρκετό νερό. Αφού
τα κατέβασαν στη βάρκα, ο Κανάρης
είπε στον Αυστριακό πλοίαρχο:
―Λεφτά δεν έχω τώρα
να σε πληρώσω· γράψε λοιπόν πόσα κάνουν σ’ ένα
χαρτί και φέρε το να σου το υπογράψω.
―Δεν κάνει τίποτε, αποκρίθηκε
ο πλοίαρχος γνωρίζοντας τη φτώχεια των επαναστατών.
―Φερε το, είπα, και γράψε δυό χιλιάδες γρόσια! απάντησε θυμωμένος ο πυρπολητής. Το υπόγραψε και
το δίνει στον πλοίαρχο λέγοντας:
―Το Έθνος μας
θα σε πληρώση!
―Αλλά εσείς δεν
έχετε έθνος, τόλμησε να πη εκείνος.
Άστραψαν τα
μάτια του Κανάρη, αγρίεψε το πρόσωπό του
και με θυμό και περιφρόνηση είπε:
―Σα δεν έχωμε Έθνος,
θα κάνωμε!
Έτσι χωρίστηκαν,
ο ένας πιστεύοντας στα λόγια του, που ήταν πεποίθηση όλων
των σκλαβωμένων, και ο άλλος κουνώντας
το κεφάλι του από δυσπιστία στα ονειροπολήματα των ραγιαδων.
Η εξόφληση
Περασαν τα χρόνια και η Ελλάδα έγινε ελεύθερη.
Ο Κανάρης, σεβαστός πια ναύαρχος, ήταν Υπουργός των Ναυτικών, και ο καπετάν Μικές πλοίαρχος σ’ εμπορικό σκάφος. Ο Μικές έτυχε κάποτε στο
Γαλάζι της Ρουμανίας ν’ αγοράζη σιτάρι.
Εκεί βρήκε και τον Αυστριακό πλοίαρχο, που
τότε μόνο τον αναγνώρισε, όταν του θύμισε την παλιά δυσάρεστη συνάντηση·
τον παρακίνησε μάλιστα να περάση από την
Αθήνα, για να πληρωθή, και με κόπο τον κατάφερε
να δεχτή. Ένα πρωί λοιπόν ο Μικές και ο
Αυστριακός πήγαν στο Υπουργείο και
ζήτησαν να ιδούν τον Κανάρη. Άμα μπήκαν, ο
Μικές του είπε:
―Εξοχώτατε,
θυμάσαι, που υπόγραψες μια απόδειξη για δυό χιλιάδες γρόσια σ’ ένα πλοίαρχο Αυστριακό κοντά στην Αλεξάνδρεια;
―Α, ναι, θυμούμαι,
απάντησε, αφού σκέφτηκε λίγο ο Κανάρης.
―Να λοιπόν, ο πλοίαρχος
ήρθε να πάρη τα χρήματα.
Ο Κανάρης
ζήτησε την απόδειξη, την κοίταξε καλά καλά
και έπειτα με εθνική περηφάνια λέει στον Αυστριακό:
―Βλέπεις, πλοίαρχέ μου, πως εμείς οι Έλληνες
ο,τι λέμε το κάνομε! Υπόγραψε κατόπιν
ένα ένταλμα και το ᾽δωσε στον πλοίαρχο, για να πληρωθή…*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου